Your browser version is outdated. We recommend that you update your browser to the latest version.

Γιατί κάποια θύματα προτιμούν τη σιωπή

Με αφορμή σωρεία γεγονότων σεξουαλικής κακοποίησης που βρήκαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, αναδύεται το ερώτημα για τους λόγους που ένα θύμα διστάζει να αναφέρει ένα τέτοιο περιστατικό. Αυτό το φαινόμενο δίνει συχνά την αφορμή στους θύτες και το περιβάλλον τους να χαρακτηρίζουν τους ισχυρισμούς του θύματος ως ψευδείς.

Τα αίτια του συγκεκριμένου φαινομένου έχουν πολλές διαστάσεις και περιλαμβάνουν τόσο την δομή και οργάνωση της κοινωνίας, όσο, φυσικά, και την δομή και οργάνωση του ψυχισμού του θύματος. Κι ενώ οι περισσότεροι εστιάζουν στο θύμα, λίγοι είναι εκείνοι που θα επιδιώξουν την σκιαγράφηση του θύτη και των αιτών εκείνων που τον οδηγούν επανειλημμένα σε μία εγκληματική πράξη. Αυτό, δυστυχώς, δεν έχει βοηθήσει ιδιαίτερα στην πρόληψη και αποτροπή τέτοιων εγκληματικών ενεργειών.

Αναφορικά με τα αίτια που αφορούν την δομή και την λειτουργία των θεσμών της κοινωνίας, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι η επίσημη καταγγελία ενός τέτοιου συμβάντος επισύρει μία πολύ επίπονη, συχνά μακροχρόνια και δυνητικά επικίνδυνη διαδικασία για το θύμα. Ανοίγει ένας κύκλος δικαστικών ενεργειών που στην πράξη κάθε άλλο παρά διευκολύνουν την διαχείριση του τραύματος από το θύμα. Η διαρκής ανακίνηση ενός τέτοιου σοβαρού θέματος επί μακρόν, συχνά ενώπιον ακροατηρίου και ΜΜΕ, οι ανακριτικού τύπου ερωτήσεις από δικαστές, αστυνομικούς και δικηγόρους, η αναστάτωση στο κοινωνικό περιβάλλον του θύματος και οι απειλές από τον θύτη και το περιβάλλον του, λειτουργούν ανασταλτικά στο να επιθυμεί ένα άτομο να μιλήσει ανοιχτά, φοβούμενο την διαδικασία που θα ακολουθήσει. Επιπλέον, ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης που έχει υποστεί ένα πρόσφατο ψυχοτραυματικό γεγονός, είναι τόσο επιβαρυμένο ψυχικά, που δεν διαθέτει το απαραίτητο σθένος, για να υποβάλλει τον εαυτό του σε μία τέτοια διαδικασία. Τέλος, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης   και το διαδίκτυο συχνά παράγουν και αναπαράγουν τέτοια γεγονότα με αποτέλεσμα την παραγκώνιση της ιδιωτικότητας του θύματος και την ανοικειοθελή του έκθεση στη δημόσια σφαίρα. Αυτό ενισχύει στο θύμα τον φόβο της στιγματοποίησης, ο οποίος  με τη σειρά του προκρίνει τη σιωπή ως λύση.    

Σε ότι αφορά τις εσωτερικές διαδικασίες του θύματος, υπάρχουν συγκεκριμένοι ψυχικοί μηχανισμοί που ενεργοποιούνται και αποσκοπούν στην ανακούφιση του θύματος από την δυσκολία του να διαχειριστεί και να νοηματοδοτήσει το τραύμα του. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η ψυχογενής αμνησία (1) ή και η άρνηση του γεγονότος (2). Αυτά τα δύο αφορούν συνήθως ανήλικα άτομα, των οποίων η ικανότητα επεξεργασίας τέτοιων τραυματικών γεγονότων είναι σημαντικά περιορισμένη και το γεγονός απωθείται σε βαθμό που η ανάμνηση δεν είναι πια εφικτή. Σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, που διαθέτουν ισχυρότερους μηχανισμούς επεξεργασίας, ο ψυχισμός προσπαθεί να διαχειριστεί την δυσφορία που του προκαλεί η ανάμνηση και να αποκτήσει την αίσθηση ότι ελέγχει το τραύμα και αυτόν ή αυτήν που το προκαλεί. Αυτό όμως μπορεί να οδηγήσει το θύμα στο να ενοχοποιεί τον εαυτό του. Έτσι, στην προσπάθειά του να αποκτήσει μία αίσθηση ελέγχου, θα φτάσει συχνά στο σημείο να θεωρεί ότι αυτό το συμβάν ήταν αποκλειστικά δικής του ευθύνης. Για παράδειγμα θα πιστεύει ότι του άξιζε μία τέτοια συμπεριφορά ή ότι την προκάλεσε. Στην ακραία του μορφή το θύμα μπορεί ακόμα και να ταυτιστεί με τον θύτη (3,4). Όπως και εκείνος, θα αποβάλλει τις ενοχές και θα ενεργεί το ίδιο βίαια σε αντίστοιχες περιστάσεις, δικαιολογώντας παράλληλα τις πράξεις του.

Φυσικά, όλοι αυτοί οι μηχανισμοί ενεργοποιούνται πιο εύκολα όταν το άτομο μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που δεν επιδεικνύει αρκετή ανοχή στο να ακούει και να συζητά. Αν ένα μικρό παιδί έχει πιστέψει ότι αυτό που θα πει, οι γονείς του δεν θα το λάβουν σοβαρά υπόψιν, ότι θα αδιαφορήσουν ή θα το ενοχοποιήσουν, τότε και ως ενήλικας μπορεί να διστάσει να διαμαρτυρηθεί ή να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Σχετικά με τον θύτη, αξιοσημείωτα μεγάλο ποσοστό όσων διαπράττουν σεξουαλικά και άλλα εγκλήματα έχουν υπάρξει θύματα τέτοιων ενεργειών κατά την παιδική τους ηλικία (5,6). Βάσει του μηχανισμού της ταύτισης με τον επιτιθέμενο που περιγράφηκε συνοπτικά πιο πάνω, μπορεί ένα θύμα να μετατραπεί σε θύτη στην προσπάθειά του να αισθανθεί πως δεν απειλείται πλέον, μιας και η απειλή είναι κάτι που ελέγχει και εκπορεύεται από το ίδιο. Τα παραπάνω ενισχύονται όταν το άτομο ως παιδί μεγαλώνει σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον, χωρίς ικανότητα διαλόγου, όπου οι κανόνες επιβάλλονται δια της ισχύος.

Σε κάθε περίπτωση τα αίτια του φαινομένου της μη έγκαιρης καταγγελίας ενός τραυματικού συμβάντος θα πρέπει να αναζητούνται όχι μόνο στις τρέχουσες συγκυρίες και την λειτουργία των θεσμών της κοινωνίας, που ευνοούν τέτοια φαινόμενα, αλλά κυρίως στην δομή της οικογένειας και τον τρόπο που αυτή μπορεί να εκκολάπτει θύτες που κακοποιούν και θύματα που δεν μιλάνε.

Βιβλιογραφία

  1. https://en.wikipedia.org/wiki/Psychogenic_amnesia
  2. https://en.wikipedia.org/wiki/Denial_(Freud)
  3. https://en.wikipedia.org/wiki/Identification_with_the_Aggressor
  4. Lahav, Y., Talmon, A., Ginzburg, K., & Spiegel, D. (2019). Reenacting Past Abuse - Identification with the Aggressor and Sexual Revictimization. Journal of trauma & dissociation : the official journal of the International Society for the Study of Dissociation (ISSD), 20(4), 378–391. https://doi.org/10.1080/15299732.2019.1572046
  5. Rivera, B., & Widom, C. S. (1990). Childhood victimization and violent offending. Violence and victims, 5(1), 19–35. https://doi.org/10.1891/0886-6708.5
  6. Miley, L. N., Fox, B., Muniz, C. N., Perkins, R., & DeLisi, M. (2020). Does childhood victimization predict specific adolescent offending? An analysis of generality versus specificity in the victim-offender overlap. Child abuse & neglect, 101, 104328. https://doi.org/10.1016/j.chiabu.2019.104328