Your browser version is outdated. We recommend that you update your browser to the latest version.
Ανακοίνωση ενός αντιτιθέμενου της ψυχαναλυτικής θεωρίας περιστατικού παράνοιας

Ανακοίνωση ενός αντιτιθέμενου της ψυχαναλυτικής θεωρίας περιστατικού παράνοιας

(1915)

Μετάφραση: Π. Κωστάρας

Πριν από κάποια χρόνια με αναζήτησε ένας γνωστός δικηγόρος για την πραγματογνωμοσύνη ενός περιστατικού, η σύνταξη της οποίας του φαινόταν αμφίβολη. Μια νεαρή γυναίκα είχε απευθυνθεί σε εκείνον για να βρει προστασία από έναν άνδρα που την παρακολουθούσε και ο οποίος την είχε διακινήσει ερωτικά ώστε να συνάψουν σχέση. Ισχυριζόταν ότι ο άνδρας αυτός είχε εκμεταλλευτεί την ευπείθειά της, ώστε, με την βοήθεια κάποιων αφανών παρατηρητών, να εμφανίσει φωτογραφικές λήψεις της τρυφερής τους συνεύρεσης. Τώρα, πια, ήταν στο χέρι του να την καταντροπιάσει δια της επίδειξης αυτών των εικόνων και να την εξαναγκάσει σε παραίτηση από την θέση εργασίας της. Ο φίλος δικηγόρος ήταν αρκετά έμπειρος ώστε να διακρίνει το νοσηρό χαρακτήρα της καταγγελίας αυτής, πίστευε, ωστόσο, ότι συμβαίνουν τόσα πολλά στην ζωή τα οποία θα ήθελε κανείς να θεωρήσει ως αμφισβητήσιμα, ώστε η γνώμη ενός ψυχιάτρου επί της υπόθεσης αυτής να του είναι πολύτιμη. Μου υποσχέθηκε να με επισκεφθεί μια ακόμη φορά με την συνοδεία της ενάγουσας.

Πριν συνεχίσω με την αναφορά μου, θέλω να παραδεχτώ ότι αλλοίωσα το εύρος των συνθηκών της υπό εξέτασιν περιστάσεως με στόχο την μη αναγνωρισιμότητα, αλλά πέραν αυτού τίποτε άλλο. Το θεωρώ, άλλωστε, κακοποίηση όταν με οποιεσδήποτε, ακόμα μάλιστα και με τις καλύτερες των προθέσεων διαστρεβλώνονται σημεία από το ιστορικό του αρρώστου σε μια επιστημονική ανακοίνωση, καθόσον είναι απίθανο να γνωρίζει κανείς ποια πτυχή της περίπτωσης αυτής θα επιλέξει να ανασύρει ένας αυτόνομα κρίνων αναγνώστης και, ως εκ τούτου, υπάρχει ο κίνδυνος, να οδηγήσει αυτόν τον τελευταίο στην πλάνη.

Η ασθενής την οποία γνώρισα λίγο μετά ήταν ένα κορίτσι τριάντα ετών με ασυνήθιστη κομψότητα και ομορφιά. Φαινόταν να είναι πολύ νεότερη από ό,τι έλεγε και έδινε μια πραγματικά θηλυκή εντύπωση. Προς τον γιατρό φερόταν εντελώς απορριπτικά και δεν έμπαινε καν στον κόπο να κρύψει την δυσπιστία της. Προφανώς, υπό την πίεση του παρευρισκόμενου φίλου δικηγόρου αφηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία, η οποία με επιφόρτισε με ένα πρόβλημα που θα αναφερθεί αργότερα. Οι μορφασμοί και οι συναισθηματικές της εκφράσεις δεν μαρτυρούσαν τίποτε που σχετίζεται με μια ντροπαλή συστολή, μια στάση που θα ήταν αναμενόμενη ενώπιον ξένων ακροατών. Τελούσε αποκλειστικά υπό το καθεστώς μιας έγνοιας η οποία είχε προκύψει από το βίωμά της.

Υπήρξε για χρόνια υπάλληλος σε ένα μεγάλο ινστιτούτο, στο οποίο της είχε ανατεθεί ένα πόστο ευθύνης, υπηρετώντας εκεί με μεγάλη χαρά δική της και προς ικανοποίηση των προϊσταμένων της. Ερωτικές σχέσεις με άνδρες δεν είχε αναζητήσει ποτέ. Ζούσε μία ήρεμη ζωή δίπλα σε μια ηλικιωμένη μητέρα, της οποίας υπήρξε το μοναδικό στήριγμα. Αδέρφια δεν υπήρχαν, ο πατέρας είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Τον τελευταίο καιρό την είχε προσεγγίσει ένας υπάλληλος από το ίδιο γραφείο, ένας πολύ καλλιεργημένος, φιλικός άνδρας, για τον οποίον ούτε και εκείνη μπορούσε να κρύψει την συμπάθειά της. Ένας γάμος μεταξύ τους ήταν αδύνατος λόγω εξωτερικών συνθηκών, αλλά ο άνδρας αυτός δεν ήθελε ούτε καν να διανοηθεί πως θα άφηνε την σχέση αυτή εξαιτίας αυτού του ανυπέρβλητου εμποδίου. Της έλεγε πόσο ανόητο θα ήταν, λόγω κοινωνικών συμβάσεων, να τα παρατήσουν όλα όσα είχαν ποθήσει και οι δύο τους, πάνω στα οποία είχαν και οι δύο ένα αναφαίρετο δικαίωμα και που θα συνέβαλλε σαν τίποτε άλλο στην ανάταση της ζωής τους. Επειδή της είχε υποσχεθεί να μην την εκθέσει σε κάποιον κίνδυνο, εκείνη συναίνεσε επιτέλους στο να τον επισκεφθεί μια μέρα στην γκαρσονιέρα του. Εκεί, λοιπόν, προέκυψαν τρυφερά φιλιά και εναγκαλισμοί, έπειτα πλάγιασαν μαζί, ενώ εκείνος θαύμαζε τα μερικώς αποκαλυμμένα κάλλη της. Μέσα σε αυτήν την τρυφερή στιγμή, εκείνη τρόμαξε ξαφνικά από έναν θόρυβο, κάτι σαν «κλικ» ή χτύπο. Προήλθε από την μεριά του γραφείου, το οποίο είχε τοποθετηθεί λοξά μπροστά στο παράθυρο. Ο χώρος μεταξύ γραφείου και παραθύρου ήταν καλυμμένος κατά ένα μέρος από μια βαριά κουρτίνα. Εκείνη αφηγήθηκε πως ζήτησε αμέσως μια εξήγηση για τον ήχο, για να λάβει την πληροφόρηση ότι ο ήχος προερχόταν πιθανότατα από το μικρό επιτραπέζιο ρολόι. Θα λάβω όμως την ελευθερία να κάνω κάποιες παρατηρήσεις αργότερα επ’ αυτού.

Καθώς έφευγε από το σπίτι, συναντήθηκε στην σκάλα με δύο άνδρες κι αφού την είδαν, ο ένας ψιθύρισε κάτι στον άλλον. Ένας εκ των δύο αγνώστων κουβαλούσε ένα αντικείμενο σαν κουτάκι, το οποίο ήταν καλυμμένο. Η συνάντηση αυτή απασχόλησε την σκέψη της. Κατά την επιστροφή της στο σπίτι έκανε την σύνδεση, πως το κουτάκι αυτό θα μπορούσε πολύ εύκολα να ήταν ένα φωτογραφικό μηχάνημα, ο άνδρας που το κουβαλούσε να ήταν φωτογράφος, ο οποίος κατά την παρουσία της στο δωμάτιο παρέμενε κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα, και πως το «κλικ» που άκουσε ήταν ο ήχος του κλείστρου, καθώς ο άνδρας είχε επιλέξει εκείνη την στιγμή αποκάλυψης, την οποία ήθελε να αποτυπώσει στην φωτογραφία. Η δυσπιστία προς τον αγαπημένο της ήταν αδύνατο να αποσοβηθεί. Τον καταδίωκε προφορικώς και γραπτώς με διάφορες κατηγορίες και με το αίτημα να της δώσει εξηγήσεις και να την καθησυχάσει, ωστόσο αποδείχθηκε μη προσβάσιμη μπροστά στις διαβεβαιώσεις που της παρείχε εκείνος, με τις οποίες πρέσβευε την ορθότητα των αισθημάτων του και την ανεδαφικότητα της υποψίας της. Εκείνη στράφηκε τελικά προς τον συνήγορό της, του διηγήθηκε την εμπειρία της και του παρέδωσε γράμματα που είχε λάβει από τον ύποπτο κατά την περίσταση. Μέσα από ορισμένα εξ αυτών μπόρεσα αργότερα να αποκτήσω μια πιο καθαρή εικόνα. Μου έκαναν μία πολύ καλή εντύπωση, μιας και το βασικό τους περιεχόμενο ήταν η απογοήτευση για το γεγονός ότι μια τόσο ωραία και τρυφερή σχέση είχε καταστραφεί μέσω αυτής της «ατυχούς και νοσηρής ιδέας».

Σαφώς και δεν χρήζει περαιτέρω αιτιολόγησης, το ότι ενστερνίστηκα το συμπέρασμα του κατηγορούμενου. Αλλά η περίπτωση αυτή είχε για εμένα κι ένα άλλο, όχι απλώς διαγνωστικό ενδιαφέρον. Είχε υποστηριχθεί στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία ότι ο παρανοϊκός αγωνίζεται έναντι μιας ενίσχυσης των ομοφυλοφιλικών του τάσεων, κάτι το οποίο, κατά βάσιν, παραπέμπει σε μια ναρκισσιστική επιλογή αντικειμένου. Επιπλέον, είχε επισημανθεί πως ο διώκτης είναι κατά βάσιν ο αγαπημένος ή ο πρώην αγαπημένος. Από την σύνδεση αμφότερων των κατασκευών προκύπτει η αναγκαιότητα, ο διώκτης να είναι του ιδίου φύλου με τον διωκόμενο. Την πρόταση αυτή για τον προσδιορισμό της παράνοιας δια της ομοφυλοφιλίας δεν την είχαμε, πάντως, θέσει ως γενικώς ισχύουσα και άνευ εξαιρέσεων, παρά μόνο εξαιτίας του ότι οι παρατηρήσεις μας δεν ήταν αρκετές σε αριθμό. Ανήκε, κατά τ’ άλλα, σε εκείνες οι οποίες, ως συνέπεια συγκεκριμένων συσχετίσεων, μόνο τότε είναι σημαντικές, όταν μπορούν να διεκδικήσουν την γενίκευση. Στην ψυχιατρική βιβλιογραφία σαφώς και δεν απουσίαζαν περιπτώσεις στις οποίες ο άρρωστος θεωρεί εαυτόν διωκόμενο από μέλη του άλλου φύλου, αλλά αποκτά κανείς μια διαφορετική εντύπωση από την απλή ανάγνωση τέτοιων περιπτώσεων, από ότι αν έβλεπε κανείς μία τέτοια μπροστά του. Εκείνο που εγώ και οι φίλοι μου είχαμε την δυνατότητα να παρατηρήσουμε και να αναλύσουμε είχε επιβεβαιώσει αβίαστα μέχρι τώρα την σχέση της παράνοιας με την ομοφυλοφιλία. Η εδώ παρουσιαζόμενη περίπτωση εκφράζεται με πλήρη αποφασιστικότητα αντιθέτως. Το κορίτσι φαινόταν να αμύνεται στην αγάπη για έναν άνδρα με το να μετατρέπει άμεσα τον αγαπημένο σε διώκτη. Σχετικά με την επιρροή της γυναικός από έναν μηχανισμό εναντίωσης σε μία ομοφυλόφιλη δέσμευση, δεν ανευρέθη το παραμικρό.

Σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν μάλλον ευκολότερο να εγκαταλείψω την υποστήριξή μου για μια γενικώς ισχύουσα εξάρτηση του παραληρήματος καταδίωξης από την ομοφυλοφιλία, και το οτιδήποτε σχετικό. Θα έπρεπε λοιπόν κανείς να απορρίψει την κατανόηση αυτή, εφόσον δεν* προσδιοριζόταν από αυτήν την απόκλιση εκ του αναμενόμενου, να ταχθεί με το μέρος του φίλου δικηγόρου και, όπως αυτός, να διαπιστώσει μία ορθώς ερμηνευμένη εμπειρία έναντι ενός παρανοειδούς μηχανισμού. Είδα, όμως, μια άλλη διέξοδο η οποία μετέθετε προσωρινά την τελική απόφαση. Θυμήθηκα πόσο συχνά είχα βρεθεί στη θέση να αξιολογώ λανθασμένα κάποιους ψυχικά άρρωστους, επειδή κανείς δεν είχε ασχοληθεί ενδελεχώς μαζί τους και, συνεπώς, δεν είχε καταλάβει, παρά μόνο ελάχιστα για εκείνους. Ανακοίνωσα, λοιπόν, πως μου ήταν αδύνατο να διατυπώσω μια άποψη σήμερα και αντ’ αυτού την παρακάλεσα να με επισκεφθεί μια δεύτερη φορά για να μου περιγράψει την ιστορία με μεγαλύτερη ακρίβεια και με όλες τις λεπτομέρειες που πιθανόν της είχαν διαφύγει. Με την μεσολάβηση του συνηγόρου, επέτυχα μια κατάφαση από την κατά τ’ άλλα απρόθυμη ασθενή. Η αναφορά του πως κατά την δεύτερη αυτή συζήτηση θα ήταν περιττή η παρουσία του, μου προσέφερε αρκετή βοήθεια προς αυτό.

* Εδώ υπάρχει ένα λάθος διατύπωσης, το οποίο αποδόθηκε με ακρίβεια από το αρχικό κείμενο (παρατίθεται πιο κάτω). Η σωστή διατύπωση θα ήταν χωρίς το "δεν", δηλαδή, "εφόσον προσδιοριζόταν από αυτήν την απόκλιση...". Η αγγλική μετάφραση του Strachey περιλαμβάνει διορθωμένη την διατύπωση, χωρίς να κάνει κάποιο σχόλιο επ' αυτού. Ωστόσο επέλεξα να το αφήσω ως έχει, διότι, με αφορμή αυτό το μικρό λαθάκι, μπορούμε να διακρίνουμε ένα λεκτικό ολίσθημα του Freud και μέσα από αυτό, την άρνησή του να ...αρνηθεί την απόλυτη ορθότητα της θεωρίας του, δηλαδή την σύνδεση της παράνοιας με την ομοφυλοφιλία.

Ακολουθεί το γνήσιο κείμενο: Man mußte wohl auf diese Erkenntnis verzichten, wenn man sich nicht etwa durch diese Abweichung von der Erwartung bestimmen ließ, sich auf die Seite des Rechtsfreundes zu schlagen und wie er ein richtig gedeutetes Erlebnis anstatt einer paranoischen Kombination anzuerkennen.

Για όσους γνωρίζουν γερμανικά, η συγκεκριμένη πρόταση αποτελεί σπαζοκεφαλιά, ακόμα και χωρίς το λάθος στην διατύπωση. Επίσης φαίνεται ότι ο Freud δεν έγραφε καθόλου απλά και κατανοητά, όπως θεωρούν πολλοί, αλλά ότι αυτό ισχύει μάλλον για τους περισσότερους μεταφραστές του.

Η δεύτερη αφήγηση της ασθενούς δεν αναίρεσε την προηγούμενη, όμως προέκυψαν κάποιες συμπληρωματικές διευκρινίσεις, που εξάλειψαν οποιαδήποτε προηγούμενη αμφιβολία και δυσκολία. Πρωτίστως, είχε επισκεφθεί τον άνδρα στο σπίτι του όχι μία, αλλά δύο φορές. Κατά την δεύτερή τους συνεύρεση προέκυψε η ενόχληση από τον θόρυβο στον οποίο είχε βασίσει την υποψία της. Είχε αποκρύψει την πρώτη επίσκεψη κατά την αρχική της αφήγηση. Την είχε παραλείψει, διότι δεν της φαινόταν πλέον σημαντική. Κατά την πρώτη αυτή επίσκεψη δεν είχε διαδραματισθεί κάτι το αξιόλογο, αλλά την ημέρα μετά. Το τμήμα της μεγάλης επιχείρησης στην οποία εργαζόταν τελούσε υπό την διεύθυνση μιας ηλικιωμένης κυρίας, την οποία περιέγραψε με τις λέξεις: «έχει άσπρα μαλλιά σαν την μητέρα μου». Είχε συνηθίσει να δέχεται μια αρκετά τρυφερή μεταχείριση, ακόμα και πειράγματα από την ηλικιωμένη προϊστάμενη και θεωρούσε τον εαυτό της ως την ιδιαίτερη αγαπημένη της. Την ημέρα μετά την πρώτη της επίσκεψη στον νεαρό υπάλληλο, εκείνος εμφανίστηκε στον χώρο της επιχείρησης για να αναφέρει στην ηλικιωμένη κυρία κάτι υπηρεσιακό, και, καθώς της μιλούσε χαμηλοφώνως, ξαφνικά της προέκυψε η βεβαιότητα ότι της κάνει αναφορά σχετικά με την χθεσινή τους περιπέτεια, και πως, μάλιστα, της μιλούσε εδώ και καιρό για την σχέση του μαζί της, μόνο που η ίδια δεν το είχε καν αντιληφθεί μέχρι τότε. Τώρα, η ασπρομάλλα, μητρική και ηλικιωμένη κυρία τα γνώριζε όλα. Κατά την διάρκεια της ημέρας εκείνης κατάφερε, μέσα από την συμπεριφορά και τις εκφράσεις της ηλικιωμένης, να ενισχύσει την υποψία της. Με την πρώτη ευκαιρία έθεσε τον αγαπητικό της σε απολογία σχετικά με την προδοσία του. Αυτός φυσικά, αντιστεκόταν σθεναρά, θεωρώντας όλο αυτό μια κατηγορία ανόητη, και για την ώρα κατάφερε, πράγματι, να την αποτρέψει από το παραλήρημά της, έτσι ώστε λίγο καιρό αργότερα –πιστεύω μερικές εβδομάδες- να του έχει και πάλι αρκετή εμπιστοσύνη, ώστε να επαναλάβει την επίσκεψή της στο σπίτι του. Η συνέχεια μας είναι γνωστή από την πρώτη αφήγηση της ασθενούς.

Αυτό το καινούριο που μάθαμε, θέτει αρχικά ένα τέλος στην αμφιβολία σχετικά με την νοσηρή φύση της υποψίας της. Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία διακρίνει κανείς ότι η ασπρομάλλα προϊστάμενη είναι μια μητρική αναπλήρωση, πως ο αγαπημένος άνδρας, παρά το νεαρό της ηλικίας του, τίθεται στην θέση του πατέρα και πως είναι η δύναμη του μητρικού συμπλέγματος εκείνη που αναγκάζει την άρρωστη να υποπτευθεί μια ερωτική σχέση ανάμεσά τους, προς πείσμα όλων των πιθανοτήτων. Έτσι, όμως, εκλείπει και η πιθανολογούμενη ένσταση έναντι της, εκ της ψυχαναλυτικής ερμηνείας εγειρόμενης πεποιθήσεως, πως μια πανίσχυρη ομοφυλοφιλική προσκόλληση τίθεται ως η προϋπόθεση για την εκδήλωση ενός παραληρήματος καταδίωξης. Ο αρχικός διώκτης, η συνθήκη, δηλαδή, από την επιρροή της οποίας θέλει κανείς να διαφύγει, δεν είναι ούτε σε αυτήν την περίπτωση ο άνδρας, αλλά η γυναίκα. Η προϊστάμενη γνωρίζει για τις ερωτικές σχέσεις του κοριτσιού, τις απαξιώνει και γνωστοποιεί την καταδίκη αυτή μέσω κάποιων αινιγματικών αναφορών. Η πρόσδεση προς το ίδιο φύλο αντιτίθεται στις επιδιώξεις να επιλεχθεί ένας εκπρόσωπος του άλλου φύλου, ως ερωτικό αντικείμενο. Η αγάπη προς την μητέρα μετατρέπεται σε εκπρόσωπο όλων εκείνων των επιδιώξεων, οι οποίες, λαμβάνοντας τρόπον τινά τον ρόλο της «συνείδησης», αποσκοπούν στο να αποτρέψουν το κορίτσι από το πρώτο του βήμα στον νέο, και, από πολλές απόψεις, ριψοκίνδυνο δρόμο, της φυσιολογικής σεξουαλικής ικανοποίησης, καταφέρνοντας, μάλιστα, να διαταράξει την σχέση με τον άνδρα.Όταν η μητέρα αναστέλλει ή παύει την σεξουαλική δραστηριοποίηση της κόρης, επιτελεί με αυτόν τον τρόπο μια φυσιολογική λειτουργία, η οποία είναι προκαθορισμένη μέσα από τις σχέσεις της παιδικής ηλικίας, διαθέτει ισχυρά, ασυνείδητα κίνητρα και έχει λάβει την επικύρωση της κοινωνίας. Αποστολή της κόρης είναι να λυθεί από αυτήν την επιρροή και, επί εδάφους ευρύτερων, λογικότερων κινήτρων, να αποφανθεί για τον βαθμό αποδοχής ή απόρριψης της σεξουαλικής απόλαυσης. Η έκπτωση κατά την προσπάθεια της απελευθέρωσης αυτής σε νευρωτική νόσο, υποκρύπτει, κατά κανόνα, ένα πανίσχυρο, ασφαλώς, όμως, ακαταμάχητο μητρικό σύμπλεγμα, του οποίου η σύγκρουση με την καινούρια λιβιδινική ορμητικότητα επιτελείται, ανάλογα και με την εκάστοτε προδιάθεση, με την μορφή της μίας ή της άλλης νευρώσεως.

Από την ασθενή μας γνωρίζουμε, πως υπήρξε εδώ και πολλά χρόνια χωρίς πατέρα και μπορούμε, επίσης, να υποθέσουμε, πως δεν θα παρέμενε μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών χωρίς κάποιον άνδρα, αν δεν της είχε προσφερθεί ως στήριγμα μια ισχυρή συναισθηματική προσκόλληση με την μητέρα. Αυτό το στήριγμα μετατρέπεται σε φορτική άλυσος, καθώς η λιβιδώς της αρχίζει να στρέφεται προς τον άνδρα, και το επίμονο, διεκδικητικό του κάλεσμα. Αναζητά τρόπους να την παρακάμψει, να ξεφορτωθεί την ομοφυλοφιλική της προσκόλληση. Η διευθέτησή της –για την οποία, εδώ, δεν φαίνεται να χρήζει περαιτέρω διευκρινήσεων- εξασφαλίζει, πως αυτό θα λάβει χώρα με την μορφή της παρανοειδούς παραληρητικής κατασκευής. Η μητέρα μετατρέπεται, λοιπόν, σε μία εχθρική, αντιπαθή παρατηρήτρια και καταδιώκτρια. Ως τέτοια θα μπορούσε να ξεπεραστεί, εφόσον το μητρικό σύμπλεγμα δεν διατηρούσε την εξουσία να επιβάλλει την εξ’ αυτού σκοπούμενη αποστασιοποίηση εκ του ανδρός. Κατά το τέλος αυτής της πρώτης φάσης της σύγκρουσης, έχει, λοιπόν, αποξενωθεί από την μητέρα και δεν έχει συνδεθεί με τον άνδρα. Και οι δύο, άλλωστε, συνωμοτούν εναντίον της. Εκεί επιτυγχάνει η ισχυρή προσπάθεια του ανδρός να την έλξει αποφασιστικά προς το μέρος του. Έτσι, υπερνικά τις ενστάσεις της μητέρας και είναι έτοιμη να εξασφαλίσει στον αγαπημένο της μια νέα συνεύρεση. Η μητέρα δεν εμφανίζεται, πλέον, στα μεταγενέστερα συμβάντα. Μπορούμε, όμως, να συγκρατήσουμε, πως σε αυτήν την φάση ο αγαπημένος άνδρας δεν είχε μετατραπεί άμεσα σε διώκτη, παρά μόνο διαμέσω της μητέρας και βάσει της σχέσης του με την μητέρα, στην οποία έλαχε κατά την πρώτη παραληρητική εκδήλωση ο πρωταγωνιστικός ρόλος.

Θα πρέπει, λοιπόν, να πιστέψει κανείς πως η αντίσταση είχε ξεπεραστεί πλέον οριστικά και πως το κορίτσι, που μέχρι πρότινος ήταν δέσμιο στην μητέρα, κατάφερε να αγαπήσει έναν άνδρα. Αλλά μετά την δεύτερη συνεύρεση προκύπτει ένας νέος παραληρητικός σχηματισμός, ο οποίος καταφέρνει, μέσω της επιδέξιας χρήσης κάποιων συμπτώσεων, να φθείρει την αγάπη αυτή και να συνεχίσει, έτσι, την βούληση του μητρικού συμπλέγματος. Μας ξενίζει ακόμα, το γεγονός, ότι η γυναίκα έπρεπε να αμυνθεί απέναντι στην αγάπη της προς τον άνδρα, με την βοήθεια ενός παρανοϊκού παραληρήματος. Πριν, όμως, διαφωτίσουμε περαιτέρω αυτήν την συσχέτιση, θέλουμε να χαρίσουμε και μια ματιά στις συμπτώσεις, επί των οποίων βασίζεται η δεύτερη παραληρητική κατασκευή, η αποκλειστικά στραμμένη ενάντια στον άνδρα.

Ημίγυμνη στο ντιβάνι, ξαπλωμένη πλάι στον αγαπημένο της, ακούει έναν θόρυβο σαν κλικ, χτύπο, ή κρότο, του οποίου την προέλευση δεν γνωρίζει, και τον οποίο, όμως, ερμηνεύει μετέπειτα, αφού συναντήσει στα σκαλιά του σπιτιού δύο άνδρες, εκ των οποίων ο ένας κρατά κάτι σαν ένα καλυμμένο κουτί. Αποκτά την πεποίθηση, πως με εντολή του αγαπημένου της και κατά την διάρκεια της στενής τους συνεύρεσης, την είχαν κρυφακούσει και φωτογραφίσει. Μας είναι, φυσικά, αδύνατο να σκεφτούμε, πως, αν αυτός ο ατυχής θόρυβος δεν υπήρχε, δεν θα ελάμβανε χώρα και ο παραληρητικός αυτός σχηματισμός. Πολύ περισσότερο αναγνωρίζουμε πίσω από αυτήν την σύμπτωση κάτι απαραίτητο, το οποίο έπρεπε να επιδράσει το ίδιο καταναγκαστικά, όσο και η υποψία περί ερωτικής σχέσης μεταξύ του αγαπημένου ανδρός και της ηλικιωμένης, επιλεγμένης ως μητρικό υποκατάστατο, προϊσταμένης. Η παρατήρηση της ερωτικής συνεύρεσης των γονιών είναι ένα σπάνια παραληφθέν κομμάτι από τον θησαυρό ασυνείδητων φαντασιώσεων τις οποίες μπορεί κανείς να ανασύρει από όλους τους νευρωτικούς, πιθανώς και από όλα τα ανθρώπινα τέκνα, μέσω της ανάλυσης. Αποκαλώ αυτές τις φαντασιωσικές κατασκευές, όπως εκείνες της παρατήρησης της γονεϊκής συνουσίας, της αποπλάνησης, του ευνουχισμού και άλλες, αρχαϊκές φαντασιώσεις και σε άλλο σημείο θα ερευνήσω λεπτομερώς την προέλευσή τους, καθώς και την σχέση τους με το ατομικό (κατά περίστασιν) βίωμα. Ο τυχαίος θόρυβος παίζει, λοιπόν, απλώς τον ρόλο μιας πρόκλησης, η οποία ενεργοποιεί την χαρακτηριστική και περιλαμβανόμενη στο γονεϊκό σύμπλεγμα φαντασίωση του κρυφακούειν. Μάλιστα, είναι αμφίβολο αν θα πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε ως κάτι «τυχαίο». Όπως ο O. Rank μου έχει επισημάνει, είναι ένα μάλλον προαπαιτούμενο της φαντασίωσης του κρυφακούειν, και επαναλαμβάνει είτε τον ήχο, δια του οποίου προδίδεται η συνουσία των γονιών, ή, μέσω του οποίου το παιδί που κρυφακούει φοβάται ότι θα προδοθεί. Αναγνωρίζουμε, λοιπόν, μεμιάς, πάνω σε τι έδαφος βρισκόμαστε. Αγαπημένος είναι ακόμα ο πατέρας και στην θέση της μητέρας έχει βρεθεί η ίδια. Το κρυφάκουσμα θα πρέπει, λοιπόν, να αποδοθεί σε ένα ξένο πρόσωπο. Μας γίνεται πλέον φανερό με ποιον τρόπο απελευθερώθηκε από την ομοφυλοφιλική εξάρτηση με την μητέρα: μέσα από ένα μικρό κομματάκι παλινδρόμησης. Αντί να επιλέξει την μητέρα ως ερωτικό αντικείμενο, ταυτίστηκε μαζί της και έγινε η ίδια μητέρα. Το ενδεχόμενο αυτού του είδους παλινδρόμησης παραπέμπει στην ναρκισσιστική προέλευση της ομοφυλοφιλικής επιλογής αντικειμένου και, συνεπώς, στην υφιστάμενη προδιάθεση για παρανοϊκή νόσο. Θα μπορούσε κανείς να επινοήσει μια σκεπτική ακολουθία που να οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, όπως η ακόλουθη ταύτιση: «Αν η μάνα κάνει αυτό, επιτρέπεται να το κάνω και εγώ. Έχω το ίδιο δικαίωμα με την μητέρα».

Μπορεί κανείς να κάνει ένα βήμα πιο πέρα στην αίρεση των συμπτώσεων, χωρίς όμως να απαιτεί πως και ο αναγνώστης θα πράξει το ίδιο, διότι η απουσία μιας βαθύτερης αναλυτικής έρευνας στην περίπτωσή μας αυτή, το καθιστά αδύνατο να προχωρήσουμε πέραν του σημείου μίας κάποιας πιθανότητας. Η άρρωστη είχε αναφέρει κατά την πρώτη μας συνομιλία πως αναζήτησε αμέσως την αιτία του θορύβου και πως έλαβε την απάντηση ότι ήταν μάλλον το μικρό ρολόι στο τραπέζι που χτύπησε. Λαμβάνω την ελευθερία να καταλύσω την αναφορά αυτή, ως μνημονική πλάνη. Μου είναι πιο πιστευτό, πως κατέστειλε αρχικά την οποιαδήποτε αντίδραση σχετικά με τον θόρυβο που άκουσε, και πως μόνο κατόπιν της συνάντησής της με τους δύο άνδρες στην σκάλα της φάνηκε αυτό ως κάτι σημαντικό. Την προσπάθεια ερμηνείας για τον χτύπο του ρολογιού θα πρέπει ο άνδρας, ο οποίος πιθανότατα δεν είχε καν ακούσει τον θόρυβο αυτό, να αποτόλμησε κάποια στιγμή αργότερα, μιας και τον είχε κατακλύσει η δυσπιστία του κοριτσιού. «Δεν ξέρω τι μπορεί να άκουσες εκεί. Ίσως να είχε χτυπήσει το επιτραπέζιο ρολόι, όπως το κάνει καμιά φορά». Μια τέτοια εκ των υστέρων αξιολόγηση συγκεκριμένων εντυπώσεων και μία τέτοιου είδους μετάθεση της ανάμνησης είναι συχνές και χαρακτηριστικές στην παράνοια. Επειδή, όμως, δεν μίλησα ποτέ με τον άνδρα και δεν μπόρεσα να συνεχίσω την ανάλυση του κοριτσιού, παραμένει η υπόθεσή μου μη επαληθεύσιμη.

Κατά την αποδόμηση των δήθεν πραγματικών «συμπτώσεων», θα μπορούσα να αποτολμήσω ένα ακόμα βήμα. Δεν πιστεύω καθόλου πως το επιτραπέζιο ρολόι είχε χτυπήσει, ούτε πως είχε ακουστεί κάποιος θόρυβος. Η κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκείνη την στιγμή, συνηγορούσε υπέρ ενός αισθήματος πίεσης ή χτύπου στην κλειτορίδα. Αυτό ήταν και εκείνο που εκ των υστέρων εκ-πρόβαλε, ως αντίληψη ενός εξωτερικού αντικειμένου. Κάτι παρόμοιο είναι πιθανό να συμβαίνει και στα όνειρα. Μια από τις υστερικές ασθενείς μου, περιέγραψε κάποτε ένα σύντομο όνειρο αφύπνισης, για το οποίο δεν μπορούσε να προκύψει κάποιο συνειρμικό υλικό. Το όνειρο λεγόταν: χτυπά και εκείνη ξύπνησε. Κανείς δεν είχε χτυπήσει την πόρτα, ωστόσο τις προηγούμενες νύχτες ξυπνούσε διαρκώς από τα ντροπιαστικά ερεθίσματα των ονειρώξεών της και είχε πια αποκτήσει ένα ενδιαφέρον στο να ξυπνά αμέσως μόλις προέκυπταν τα πρώτα σημάδια γενετικής διέγερσης. Είχε «χτυπήσει» στην κλειτορίδα. Στην περίπτωση της παρανοϊκής μας, θα ήθελα την εν λόγω προβλητική διαδικασία να την τοποθετήσω στη θέση του τυχαίου θορύβου. Σαφώς και δεν θα ισχυριστώ πως η άρρωστη, κατά την φευγαλέα συνάντησή μας και υπό το βάρος των ενδείξεων ενός δυσάρεστου στην ίδια καταναγκασμού της, μου παρείχε μια ολοκληρωμένη περιγραφή σχετικά με τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τις δύο αυτές τρυφερές συνευρέσεις, ωστόσο η μεμονωμένη σύσπαση της κλειτορίδας συμφωνεί μάλλον με τον ισχυρισμό της, πως δεν είχε τότε προκύψει συνένωση των γεννητικών οργάνων. Για την επιτελεσμένη απόρριψη του άνδρα, μερίδιο φέρει σίγουρα, εκτός από την «συνείδηση», και η μη ικανοποίησή της.

Επιστρέφουμε τώρα στο αξιοσημείωτο γεγονός, πως  η ασθενής αμύνεται έναντι της αγάπης για τον άνδρα με την βοήθεια ενός παρανοϊκού παραληρητικού σχηματισμού. Το κλειδί για την κατανόηση προσφέρει η ιστορία της εξέλιξης αυτού του παραληρήματος. Αρχικά στρεφόταν -όπως άλλωστε θα μπορούσαμε να περιμένουμε- ενάντια στο θήλυ, αλλά πλέον, και επί εδάφους της παράνοιας έχει ολοκληρωθεί η μετάβαση από το θήλυ στο άρρεν ως αντικείμενο. Μια τέτοια πρόοδος δεν είναι συνηθισμένη στην παράνοια, μιας και διαπιστώνουμε κατά κανόνα, πως ο διωκόμενος παραμένει καθηλωμένος στο ίδιο άτομο, άρα και στο ίδιο φύλο, προς το οποίο υφίστατο η ερωτική του επιλογή, πριν από την παρανοϊκή μεταστροφή. Αυτή η πρόοδος, ωστόσο, δεν παρεμποδίζεται από την νευρωτική διαταραχή και παρατήρησή μας αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο για πολλές άλλες περιπτώσεις. Εκτός της παράνοιας υπάρχουν αρκετοί παρόμοιοι μηχανισμοί, μεταξύ των οποίων και κάποιες ευρέως γνωστές, οι οποίες δεν έχουν μέχρι τώρα ιδωθεί κάτω από αυτό το πρίσμα. Έτσι, για παράδειγμα, ο λεγόμενος νευρασθενικός, μέσω της ασυνείδητης δέσμευσής του προς αιμομικτικά αντικείμενα, αποτρέπεται στο να επιλέξει ένα ξένο θήλυ ως αντικείμενο και κατά την σεξουαλική του ενασχόληση περιορίζεται στο πεδίο της φαντασίας. Επί εδάφους της φαντασίωσης φέρει, όμως, εις πέρας την αποτυχημένη για εκείνον πρόοδο και δύναται πλέον να αντικαθιστά την μητέρα και την αδερφή του με ξένα αντικείμενα. Μιας και σε αυτά εκπίπτει η ένσταση της λογοκρισίας, η επιλογή αυτών των υποκατάστατων ατόμων καθίσταται πλέον συνειδητή μέσα από τις φαντασιώσεις του.

Τα φαινόμενα της επιδιωκόμενης προόδου εκ της νέας, συνήθως παλινδρομικά κεκτημένης θέσεως, υποχωρούν μπροστά στις προσπάθειες οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε κάποιες νευρώσεις προκειμένου να ανακτηθεί μια προηγουμένως κεκτημένη εσωτερικά, αλλά μετέπειτα απωλεσθείσα θέση της λιβιδούς. Οι δύο σειρές εκδηλώσεων είναι σχεδόν αδύνατο να διαχωριστούν εννοιολογικά. Κλίνουμε μάλλον προς την διατύπωση, ότι η σύγκρουση, η οποία τίθεται ως βάση της νεύρωσης, ολοκληρώνεται με την εκδήλωση του συμπτώματος. Στην πραγματικότητα συνεχίζει ο αγώνας ποικιλοτρόπως ακόμα και μετά την εκδήλωση του συμπτώματος. Και από τις δύο πλευρές αναδύονται νέα ενορμητικά μερίσματα τα οποία την συνεχίζουν. Το ίδιο το σύμπτωμα μετατρέπεται σε αντικείμενο του αγώνα αυτού· δυνάμεις που θέλουν να το εδραιώσουν αναμετρώνται με άλλες, οι οποίες κοπιάζουν να επιβάλλουν την καθαίρεσή του και την επαναφορά της προηγούμενης κατάστασης. Συχνά αναζητούνται τρόποι απαξίωσης του συμπτώματος με το να προσβλέπει κανείς στο να κερδίσει το απωλεσθέν και δια του συμπτώματος απορριπτόμενο, μέσω άλλων προσβάσεων. Αυτές οι σχέσεις ρίχνουν ένα ξεκάθαρο φως σε έναν ισχυρισμό του C. G. Jung, κατά τον οποίον η βασική προϋπόθεση της νεύρωσης είναι μια ιδιάζουσα ψυχική βραδύτητα που αντιτίθεται στην αλλαγή και την πρόοδο. Αυτή η βραδύτητα είναι πράγματι πολύ ιδιάζουσα. Δεν είναι κάποια γενικώς ισχύουσα, αλλά μια άκρως εξειδικευμένη. Επίσης δεν λειτουργεί ως μονάρχης στο πεδίο της, αλλά παλεύει με τάσεις προόδου και επαναφοράς που δεν ηρεμούν ούτε με την εκδήλωση του συμπτώματος. Αν παρακολουθήσει κανείς τα σημεία εκκίνησης αυτής της συγκεκριμένης βραδύτητας, τότε αποκαλύπτεται ως η έκφραση πολύ πρώιμα τελεσμένων και πολύ δύσκολων στην επίλυσή τους συνδέσεων μεταξύ ενορμήσεων και εντυπώσεων, μαζί με τα αντίστοιχά τους αντικείμενα, μέσω των οποίων οδηγήθηκε η μετεξέλιξη των ενορμητικών αυτών μερισμάτων σε παύση. Ή, για να το πούμε και αλλιώς, αυτή η εξειδικευμένη «ψυχική βραδύτητα» δεν είναι, παρά μια άλλη αμφιβόλως καλύτερη έκφραση γι’ αυτό που στην ψυχανάλυση έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε καθήλωση.